- σκύλαξ
- Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 - 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον περίπλου της Λιβύης επί 30 μήνες. Φαίνεται πως περίγραψε την εξερεύνηση του αυτή σ’ ένα έργο που φέρει τον τίτλο Περίπλους. Μερικοί τον ταυτίζουν με τον Αλικαρνασσέα, που ο Κικέρων γράφει γι’ αυτόν πως ήταν αστρολόγος και συγγραφέας πολιτικών έργων. Αυτός ο Σ. είχε συγγράψει έναν Περίπλου των εκτός του Ηρακλέους Στηλών. Φαίνεται πως υπήρξε και τρίτος Σ., γεωγράφος, που το σύγγραμμα του ήταν λακωνικό και αποσπάσματα του μνημονεύουν άλλοι γεωγράφοι.
* * *-ακος, ο, ΝΑ, θηλ. σκυλάκαινα και σκυλάκη, Α(λόγιος τ.) νεογνό τού σκύλου, μικρό σκυλάκι, κουτάβιαρχ.1. ο σκύλος ή η σκύλα («ὃν ὠμόσιτοι σκύλακες ἃς ἐθρέψατο διεσπάσαντο», Ευρ.)2. ο Κέρβερος, ο μυθικός σκύλος και φύλακας τού Άδη («τόν θ' ὑπὸ χθονὸς Ἅδου τρίκρανον σκύλακ', ἀπρόσμαχον τέρας», Σοφ.)3. το νεογνό κάθε ζώου («ὠκύδρομοι σκύλακες, φιλόμουσοι δελφῑνες», Αρίων)4. αλυσίδα5. περιλαίμιο («καὶ σκύλακα σιδηροῡν ἑκάστῳ περιθεῑναι περὶ τὸν τράχηλον», Πολ.)6. (κατά τον Ησύχ.) «σχῆμα ἀφροδισιακόν»7. μτφ. χαρακτηρισμός ανθρώπου που ακολουθεί πιστά κάποιον («σκύλακες Ζηνοδότου» — οι γραμματικοί τής σχολής τού Ζηνοδότου, Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό < θ. σκυλ- + επίθημα -αξ, που απαντά συχνά σε ονόματα μικρών ζώων (πρβλ. σπάλ-αξ). Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *skul- τής ΙΕ ρίζας *skuel «φλυαρώ, φωνάζω» και συνδέεται με το αρμ. cul «νεαρός ταύρος». Η άποψη αυτή θα ήταν πολύ πιθανή, αν δεν προσέκρουε σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα λιθουαν. skalikas «κυνηγόσκυλο» και kalė «σκύλα». Έχει υποστηριχθεί επίσης η σύνδεση τής λ. με το ρ. σκύζομαι «οργίζομαι, αγανακτώ», ενώ τέλος ο τ. συνδέεται πιθ. και με τα σκύμνος* «μικρό ζώο, νεογνό» και σκύλλω* «ξεσχίζω, κατασπαράσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.